Σάββατο 26 Απριλίου 2014

" Γιατί" .... η συνέχεια!

  ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ‘’ΓΙΑΤΙ;’’

  Όταν πέρασε λίγο η ώρα, ο στρατιώτης σηκώθηκε πια από κάτω, συνειδητοποιώντας ότι ο άλλος στρατιώτης ήταν νεκρός. Πήρε τα πράγματα του και έφυγε από εκεί. Την επόμενη ημέρα δεν πήγε στην μάχη. Προσποιήθηκε ότι ήταν άρρωστος και έκατσε στην σκηνή του. Πολλές σκέψεις τον περιτριγύριζαν και τον τρέλαιναν. Είχε τύψεις και δεν μπορούσε να συγχωρέσει τον εαυτό του. Ευχαριστούσε βέβαια τον θεό  που δεν είχε πεθάνει αυτός, αλλά λυπόταν εκείνο τον καημένο τον άνθρωπο. ‘’Σίγουρα σαν και εμένα θα ήταν’’ σκεφτόταν. Δεν ήθελε να ξανά πολεμήσει.
  Τελικά πήρε άδεια, αυτός και κάποιοι άλλοι από την χώρα του, και έτσι μπόρεσαν και γύρισαν πίσω στα σπίτια τους για λίγο καιρό. Όταν έφτασε, η μητέρα του τον περίμενε με δάκρυα χαράς στα μάτια ενώ  ο πατέρας του ήταν περήφανος για αυτόν. Πίστευε ότι θα ήταν ευτυχισμένος τώρα που γύρισε. Είχε σκοπό να παντρευτεί και μια κοπέλα από το χωριό. Ήταν όμορφη, καλή και την ήξερε από παιδί. Επίσης πίστευε ότι κάνοντας οικογένεια θα μίκραινε λίγο τον πόνο της στεναχώριας γιατί θεωρούσε ότι είχε χάσει τον αδελφό του, έναν αδελφό που δεν είχε πότε.
  Πέρασαν δύο χρόνια. Ο στρατιώτης κατάφερε να παντρευτεί και να αποκτήσει ένα γιο. Δεν πήγε σε πόλεμο ξανά αφού τέλειωσε και την θητεία του στον στρατό. Μπόρεσε να έχει μια ήρεμη ζωή, μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Πέθανε μερικές μέρες μετά τον χαμό της γυναίκας του σκεφτόμενος ότι δεν θα μπορέσει να είναι μόνο με αυτήν για πάντα, αλλά και με τον στρατιώτη που είχε σκοτώσει. Ήθελε να τον δει αλλά περισσότερο να του εξηγήσει πόσο πολύ είχε μετανιώσει που του στέρησε όλα τα καλά της ζωής, όλα αυτά που αυτός είχε. Όταν ήταν στην ζωή όμως, το θυμόταν σχεδόν κάθε μέρα. Κάποιες φορές τον ονειρεύονταν. Ονειρεύονταν ότι ήταν φίλοι, και γιόρταζαν μαζί. Στα όνειρα του, φαινόταν σαν να τον είχε συγχωρέσει. Και έτσι ξυπνούσε πάντα με ένα χαμόγελο. Κάθε χρόνο, όταν έφτανε  εκείνη η μέρα, αυτή που τον είχε σκοτώσει, πήγαινε στην εκκλησία, άναβε μια μεγάλη λαμπάδα και προσευχόταν. Και όταν έκαναν την συγκέντρωση του στρατού, για να τιμήσουν τους πεσόντες, αυτός τιμούσε και τον εχθρό του. Γιατί έτσι πρέπει να κάνουμε όλοι, χωρίς εξαιρέσεις.

Κατερίνα Π. 25-4-2014

Και μια ακόμη συνέχεια...

...αφού συνήλθε ο στρατιώτης σκεφτόταν τι να κάνει με τον νεκρό, αντίπαλο στρατιώτη. Δεν μπορούσε να τον αφήσει εκεί, μόνο του. Γι' αυτό, τον πήρε στα χέρια του και θέλησε να βρει ένα μέρος να τον θάψει. Σκέφτηκε όμως, τα τελευταία λόγια το νεκρού. Ήθελε να γυρίσει πίσω, στην οικογένεια του. Χωρίς καν να το σκεφτεί ,θέλησε να υλοποιήσει την επιθυμία του. Δεν ήξερε όμως ούτε το όνομά του ούτε το μέρος που ζούσε. Δεν είχε κανένα του στοιχείο. Κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.
    Τις σκέψεις του διέκοψε ένας ήχος. Ήταν οι εχθροί του που ήρθαν για να ξαποστάσουν. Ο στρατιώτης τρόμαξε, άφησε το πτώμα στο γρασίδι και έφυγε προς το βουνό. Κρύφτηκε και προσπαθούσε να ακούσει αν θα έλεγαν κάτι για να εντοπίσει την οικογένεια του νεκρού. Μόλις οι αντίπαλοι στρατιώτες έφτασαν στο σημείο, ένας από αυτούς γνώρισε τον νεκρό. Ήταν ο αδερφός του. Έτρεξε κοντά του και τον αγκάλιασε. ''Αδερφέ μου'' είπε με βαριά φωνή, ''είχαμε υποσχεθεί στην μάνα μας ότι θα γυρνούσαμε πίσω ζωντανοί...'' . Ενώ έλεγε αυτά τα λόγια τον σήκωσε στην αγκαλιά του και κίνησε προς το βουνό. Όλα αυτά τα άκουσε ο στρατιώτης και μόλις πέρασε από μπροστά του, τού είπε : ''Είναι ο αδερφός σου;''. Ο εχθρός θέλησε να αμυνθεί αλλά αφού είδε ότι ο στρατιώτης ήταν άοπλος του απάντησε κοφτά: ''Ναι, ποιος είσαι και ρωτάς;'' Ο στρατιώτης τα έχασε. Τι να έλεγε; Ότι αυτός τον σκότωσε; Μετά από σκέψη, τού απάντησε: ''Να, άκουσα τυχαία τι συνέβη και σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να βοηθήσω''. Ο εχθρός αρνήθηκε. Δεν μπορούσε να τον εμπιστευθεί. 
    Πήρε τον αδερφό του και συνέχισε τον δρόμο του. Ο στρατιώτης δεν τα παράτησε. Τον ακολούθησε ώσπου έφτασε σε ένα σπίτι. Σκέφτηκε ότι ήταν το σπίτι τους. Συνέχισε να ακολουθεί.. Είδε την μάνα του νεκρού να σπαράζει πάνω από το πτώμα του. Δεν το άντεξε. Βγήκε και κίνησε προς το σπίτι. Μόλις έφτασε, δεν ήξερε τι να πει. Τον είδε ο αντίπαλος στρατιώτης και τον αναγνώρισε. ''Εσύ εδώ; Τι γυρεύεις εδώ; Μ' ακολούθησες;'' , του είπε. Ο στρατιώτης απάντησε διστακτικά:'' Ναι, σ' ακολούθησα γιατί έχω να σου πω κάτι. Εγώ..τον σκότωσα''. ''Εσύ;'' απάντησε ο εχθρός. ''Ναι, μόλις τον είδα σκέφτηκα ότι θα με πυροβολούσε και τον σκότωσα. Μόνο, σας παρακαλώ, μην μου κάνετε κακό. Ήρθα γιατί μετάνιωσα και οι τύψεις μου με πνίγουν''. Ο εχθρός είχε ξεχάσει πια την κακία του. Είχε σκοτώσει κι αυτός στον πόλεμο και μπορούσε να τον καταλάβει. Τον προσκάλεσε στο σπίτι όπου ο στρατιώτης του διηγήθηκε όλη την ιστορία. Ο εχθρός τον συγχώρεσε και τον ξεπροβόδησε. ''Ευχαριστώ, ευχαριστώ για όλα'' είπε ο στρατιώτης. ''Δεν χρειάζεται να ευχαριστείς. Αφού μετάνιωσες και ήρθες, ήταν το καλύτερο που μπορούσες να κάνεις'', του απάντησε. ''Κατάλαβες τι έχεις κάνει; Έβαλες στο σπίτι σου τον δολοφόνο του αδερφού σου. Κατάφερες να με συγχωρέσεις. Έχεις μεγάλη καρδιά. Ντρέπομαι να σε κοιτάω... Φεύγω. Ίσως ξανασυναντηθούμε''. 

Αυτά είπε και προσπάθησε να συγκρατήσει τα δάκρυα του. Ήταν όμως στρατιώτης και του έχουν μάθει ότι οι στρατιώτες πρέπει να είναι σκληροί. Αυτός δεν ένιωθε έτσι. Μίσησε τον πόλεμο. Πήρε τον δρόμο του γυρισμού. Κατέβηκε το βουνό , έφτασε το ρυάκι, ξαπόστασε και συνέχισε μέχρι το στρατόπεδο. Έπρεπε, βλέπεις, να σκοτώσει όσους περισσότερους γινόταν. Να πάρει και από άλλους τον αδερφό τους. Να πάρει και από άλλους το παιδί τους...

Αθανασία Στεργιανού

1 σχόλιο: